Η λέξη "adherente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "adherente" είναι /aðeˈɾente/ σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "adherente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που κολλάει, συνδέεται ή υποστηρίζει κάτι άλλο. Στην ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε στρώματα ή υλικά που κολλούν σε επιφάνειες. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις ημερήσιες συνδιαλλαγές, καθώς και σε επιστημονικά κείμενα. Συχνότητα χρήσης: χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Η μπογιά κολλάει στους τοίχους.
El medicamento tiene un efecto adherente en la piel.
Το φάρμακο έχει κολλητική επίδραση στο δέρμα.
Es un material adherente utilizado en la construcción.
Η λέξη "adherente" δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε συνδυασμούς που σχετίζονται με προσκολλήσεις ή ισχυρές συνδέσεις. Οι εξής προτάσεις δείχνουν τέτοιες χρήσεις:
Να παραμένεις πιστός στις αρχές.
Un grupo adherente a la causa.
Ένα γκρουπ που υποστηρίζει την αιτία.
La cinta es altamente adherente.
Η λέξη "adherente" προέρχεται από το ρήμα "adherir", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "adhaerere", που σημαίνει "να κολλάς" ή "να προσκολλάς".
Αυτές οι πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "adherente" παρέχουν μια εντυπωσιακή εικόνα της σημασίας και των χρήσεων της στην ισπανική γλώσσα.