adherirse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adherirse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adherirse είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/aðeˈɾiɾ.se/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη adherirse αναφέρεται στην πράξη της προσκόλλησης ή της συμμετοχής σε κάτι. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος εντάσσεται ή ακολουθεί μια ομάδα, ιδέα ή πρόγραμμα. Στη νομική και πολυτεχνική γλώσσα, μπορεί να σημαίνει την αποδοχή ή την προσκόλληση σε κανόνες ή πρότυπα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων: 1. Quiero adherirme al proyecto de investigación.
(Θέλω να συμμετάσχω στο ερευνητικό έργο.)

  1. Es importante adherirse a las normas de seguridad.
    (Είναι σημαντικό να τηρούμε τους κανόνες ασφαλείας.)

  2. Muchos estudiantes deciden adherirse a actividades extracurriculares.
    (Πολλοί μαθητές αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες.)

Ιδωματακές εκφράσεις με τη λέξη

Η λέξη adherirse χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι συγκεκριμένες εκφράσεις δεν είναι τόσο κοινές όσο άλλες. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να περιληφθεί σε συμφραζόμενα που αναφέρονται στην υποστήριξη μεθόδων ή ιδεών.

  1. "Se adhiere a la causa de la protección del medio ambiente."
    (Υποστηρίζει την αιτία της προστασίας του περιβάλλοντος.)

  2. "Es esencial adherirse a las nuevas tecnologías para ser competitivo."
    (Είναι απαραίτητο να προσαρμοστείς στις νέες τεχνολογίες για να είσαι ανταγωνιστικός.)

  3. "Los miembros deben adherirse a los principios del grupo."
    (Τα μέλη πρέπει να τηρούν τις αρχές της ομάδας.)

  4. "El contrato obliga a las partes a adherirse a los términos acordados."
    (Η σύμβαση υποχρεώνει τα μέρη να τηρούν τους συμφωνηθέντες όρους.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη adhaerere, που σημαίνει "να κολλάς ή να προσκολλάς".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - unirse - comprometerse - inscribirse

Αντώνυμα: - separarse - distanciarse - rechazar



22-07-2024