Το "adhesivo" είναι επίθετο και χρησιμοποιείται επίσης ως ουσιαστικό.
/aðeˈsi.βo/
Ο όρος "adhesivo" αναφέρεται σε οποιοδήποτε υλικό ή ουσία που χρησιμοποιείται για να κολλήσει δύο ή περισσότερα αντικείμενα μεταξύ τους. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε γενικές συνομιλίες για να αναφερθεί σε κόλλες, αυτοκόλλητα και παρόμοιες ουσίες.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι ιδιαίτερα συνηθισμένος σε τεχνικά και βιομηχανικά πλαίσια.
Παραδείγματα προτάσεων: - El adhesivo que compré es muy resistente. - Η κόλλα που αγόρασα είναι πολύ ανθεκτική.
Ο όρος "adhesivo" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορα περιβάλλοντα, κυρίως όταν μιλάμε για εργασίες ή κατασκευές.
Παραδείγματα προτάσεων: - Al final, el adhesivo es lo que mantiene todo unido. - Στο τέλος, η κόλλα είναι αυτό που κρατάει τα πάντα ενωμένα.
Η λέξη "adhesivo" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "adhaesus", που σημαίνει "κολλημένος", που είναι η παθητική μορφή του "adhaerere", που σημαίνει "να κολλάει".
Συνώνυμα: - Pegamento (κόλλα) - Cola (κόλλα)
Αντώνυμα: - Despegue (ξεκόλλημα) - Separación (χωρισμός)
Αυτή η λεπτομερής ανάλυση του όρου "adhesivo" παρέχει μια πλήρη εικόνα της χρήσης και των σημασιών του στην ισπανική γλώσσα, καθώς και των συνδηλώσεών του.