adicto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adicto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adicto είναι ουσιαστικό και αρσενικό ή θηλυκό.

Φωνητική μεταγραφή

/aˈðik.to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη adicto χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει αναπτύξει εξάρτηση από ουσίες, δραστηριότητες ή συμπεριφορές. Συχνά χρησιμοποιείται στους τομείς της ψυχιατρικής και της κοινωνιολογίας, αναφερόμενη σε ανθρώπους που δεν μπορούν να σταματήσουν τη χρήση ναρκωτικών, αλκοόλ ή άλλων εθιστικών ουσιών/δραστηριοτήτων. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη έχει σημαντική χρήση και συνήθως παρατηρείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. “El adicto necesita ayuda profesional para superar su problema.”
    (Ο εθισμένος χρειάζεται επαγγελματική βοήθεια για να ξεπεράσει το πρόβλημα του.)

  2. “Muchos adictos al juego pierden grandes sumas de dinero.”
    (Πολλοί εξαρτημένοι από το τζόγο χάνουν μεγάλα ποσά χρημάτων.)

  3. “El tratamiento para un adicto puede ser un proceso largo y difícil.”
    (Η θεραπεία για έναν εθισμένο μπορεί να είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος adicto μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε εξαρτήσεις:

  1. “Soy adicto al chocolate, no puedo resistirme.”
    (Είμαι εθισμένος στη σοκολάτα, δεν μπορώ να αντισταθώ.)

  2. “El café es su adicción matutina.”
    (Ο καφές είναι η πρωινή του εξάρτηση.)

  3. “La tecnología ha vuelto a muchos jóvenes adictos a las pantallas.”
    (Η τεχνολογία έχει μετατρέψει πολλούς νέους σε εθισμένους στις οθόνες.)

  4. “Ser adicto a las redes sociales puede afectar tu vida personal.”
    (Το να είσαι εξαρτημένος από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επηρεάσει την προσωπική σου ζωή.)

  5. “Hay quienes son adictos a la adrenalina de los deportes extremos.”
    (Υπάρχουν αυτοί που είναι εθισμένοι στην αδρεναλίνη των extreme sports.)

Ετυμολογία

Η λέξη adicto προέρχεται από το λατινικό addictus, που σημαίνει «να είναι δεμένος ή υποταγμένος». Αντικατοπτρίζει την έννοια της εξάρτησης ή της υποταγής σε κάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Dependiente (εξαρτώμενος) - Enganchado (κολλημένος)

Αντώνυμα: - Liberto (ελεύθερος) - Autónomo (αυτόνομος)



22-07-2024