Το "adiestrar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /a.ðies.ˈtɾaɾ/
Η λέξη "adiestrar" σημαίνει να εκπαιδεύεις κάποιον ή κάτι ώστε να αποκτήσει δεξιότητες ή γνώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικά και αθλητικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε εκπαίδευση ζώων. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο.
"Ο στρατός χρειάζεται να εκπαιδεύσει τους νέους του στρατιώτες."
"Voy a adiestrar a mi perro para que obedezca."
"Θα εκπαιδεύσω τον σκύλο μου ώστε να υπακούει."
"Se requiere adiestrar a los pilotos para situaciones de emergencia."
Η λέξη "adiestrar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στη διαδικασία ανάπτυξης και βελτίωσης κάποιου ταλέντου.
"Adiestrar a la fuerza"
Αφορά την προπόνηση σωματικής δύναμης ή σε στρατιωτικά συμφραζόμενα.
"Adiestrar en disciplina"
Το "adiestrar" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, συνδυάζοντας το πρόθεμα "a-" και το "diestro", που σημαίνει "δεξιοτεχνία" ή "ικανότητα". Η ρίζα του μπορεί να εντοπιστεί στη Λατινική λέξη "dexter" που επίσης σημαίνει "δεξί" ή "ικανός".
Συνώνυμα: - Entrenar (προπονώ) - Capacitar (καταρτίζω)
Αντώνυμα: - Deseducar (απαλλάσσω από εκπαίδευση) - Ignorar (αγνοώ)