Η λέξη "adinerado" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /a.ði.neˈɾaðo/
Η λέξη "adinerado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάποιον που έχει μεγάλο χρηματικό πλούτο ή σημαντική οικονομική κατάσταση. Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτό κείμενο, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την οικονομία και την κοινωνική τάξη.
El adinerado decidió invertir en una nueva empresa.
Ο πλούσιος αποφάσισε να επενδύσει σε μια νέα επιχείρηση.
Siempre he admirado a los adinerados que ayudan a los menos afortunados.
Πάντα θαύμαζα τους πλούσιους που βοηθούν τους λιγότερο τυχερούς.
La comunidad está llena de adinerados dispuestos a compartir su riqueza.
Η κοινότητα είναι γεμάτη πλούσιους που είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν τον πλούτο τους.
Η λέξη "adinerado" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικονομική ευημερία:
Los adinerados no conocen los problemas de dinero.
Οι πλούσιοι δεν γνωρίζουν τα προβλήματα του χρήματος.
En la fiesta, todos los adinerados lucían sus mejores trajes.
Στο πάρτι, όλοι οι πλούσιοι έδειχναν τα καλύτερα κοστούμια τους.
Es común que los adinerados tengan varias propiedades.
Είναι συνηθισμένο οι πλούσιοι να έχουν πολλές ιδιοκτησίες.
Los adinerados suelen asistir a eventos exclusivos.
Οι πλούσιοι συνήθως παρακολουθούν αποκλειστικές εκδηλώσεις.
Η λέξη "adinerado" προέρχεται από το ρήμα "dinero", το οποίο σημαίνει "χρήμα", συν την κατάληξη "-ado", που δηλώνει κατηγορία ή κατάσταση. Έτσι, "adinerado" υποδεικνύει την κατάσταση του να έχεις χρήματα ή πλούτο.
Συνώνυμα: - rico (πλούσιος) - acaudalado (ευκατάστατος)
Αντώνυμα: - pobre (φτωχός) - indigente (άπορος)