Η λέξη "adivinar" σημαίνει να μαντεύει κανείς κάτι ή να προσπαθεί να βρει την απάντηση σε μια ερώτηση χωρίς πολλές πληροφορίες. Χρησιμοποιείται συνήθως για παιχνίδια, γρίφους ή καταστάσεις όπου οι πληροφορίες είναι περιορισμένες. Η λέξη είναι πολύ συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτές περιγραφές μαθημάτων, δοκιμασιών ή παιχνιδιών.
Μάντεψα τη σωστή απάντηση στην εξέταση.
Ella puede adivinar lo que estoy pensando.
Η λέξη "adivinar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Δεν μπορώ να μαντέψω τι θέλεις από τον τρόπο που το λες.
Adivinar el futuro no es tarea fácil.
Το να μαντέψεις το μέλλον δεν είναι εύκολη υπόθεση.
¿Puedes adivinar quién nos llamó?
Μπορείς να μαντέψεις ποιος μας κάλεσε;
Siempre me hace adivinar lo que está pensando.
Μου κάνει πάντα να μαντεύω τι σκέφτεται.
A veces hay que adivinar entre líneas.
Η λέξη "adivinar" προέρχεται από το λατινικό "adivinare", που σημαίνει "να μαντέψει" ή "να γνωρίζει εκ των προτέρων". Συντίθεται από το πρόθεμα "a-" (σε) και τη ρίζα "divinare" (να προφητέψει ή να μαντέψει).
conjeturar (κάνω υποθέσεις)
Αντώνυμα: