Η λέξη "adivino" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφέρεται σε κάποιον που έχει την ικανότητα να προβλέπει ή να "μαντεύει" το μέλλον ή κρυφές πληροφορίες, συχνά μέσω υπερβατικών μεθόδων ή μελετών. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικά όσο και σε γραπτά κείμενα, αν και τείνει να είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
Ο μάντης είπε ότι θα έχω μεγάλη επιτυχία φέτος.
Visité una feria donde había un adivino que leía las cartas.
Η λέξη "adivino" σπάνια χρησιμοποιείται σε συνηθισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες φράσεις για να δηλώσει την εύνοια της τύχης ή την προφητική ικανότητα:
Δεν έχω έναν μάντη που να μου λέει τι να κάνω.
A veces, uno tiene que ser su propio adivino.
Κάποιες φορές, πρέπει να είμαστε οι δικοί μας μάντες.
El adivino nunca se equivocó en sus predicciones.
Η λέξη "adivino" προέρχεται από το ρήμα "adivinar", που σημαίνει "να μαντεύεις" ή "να προβλέπεις". Η ρίζα της λέξης θα μπορούσε να συνδεθεί με λατινικές ρίζες.
Συνώνυμα: - Profeta (προφήτης) - Clarividente (διαισθητικός)
Αντώνυμα: - Inocente (αθώος) - Desconocido (άγνωστος)
Αυτή είναι μια συνοπτική παρουσίαση του όρου "adivino" στα ισπανικά, μαζί με τις αντίστοιχες μεταφραστικές και γλωσσικές λεπτομέρειες στα ελληνικά.