Ο όρος adjetivo αναφέρεται σε λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν ή να καθορίσουν τα χαρακτηριστικά ενός ουσιαστικού. Συνήθως, τα επίθετα μπορεί να δηλώνουν χρώμα, μέγεθος, ποσότητα, ποιότητα, ή άλλες ιδιότητες.
Χρησιμοποιούνται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στον γραπτό λόγο, τα επίθετα εμφανίζονται συχνά καθώς προσθέτουν λεπτομέρειες στις περιγραφές, ενώ στον προφορικό λόγο μπορεί να είναι πιο άμεσα και λιτά.
El coche rojo es rápido.
(Το κόκκινο αυτοκίνητο είναι γρήγορο.)
Ella es una mujer inteligente.
(Αυτή είναι μια έξυπνη γυναίκα.)
Η λέξη adjetivo χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ένα ενδιαφέρον παράδειγμα σχετικά με τη χρήση επιθέτων είναι η φράση "más vale caer en gracia que ser gracioso".
No es solo un adjetivo, es una descripción que enriquece.
(Δεν είναι μόνο ένα επίθετο, είναι μια περιγραφή που εμπλουτίζει.)
El adjetivo que eliges puede cambiar el significado.
(Το επίθετο που επιλέγεις μπορεί να αλλάξει τη σημασία.)
Siempre utilizo un adjetivo para describir mis sentimientos.
(Πάντα χρησιμοποιώ ένα επίθετο για να περιγράψω τα συναισθήματά μου.)
Η λέξη adjetivo προέρχεται από το λατινικό adiectivus, το οποίο προέρχεται από το ρήμα adicere (να προσθέτω). Έχει κρατήσει τον κύριο ορισμό της, να προσδιορίζει κάτι.
calificativo (κατηγορηματικός)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης adjetivo και της σημασίας της στη γλώσσα Ισπανικά.