Ρήμα
/aðxuðiˈkaɾ/
Η λέξη "adjudicar" σημαίνει "να απονέω" ή "να αναγνωρίσω κάτι ως ανήκον σε κάποιον". Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα του νομικού, για να αναφερθεί στη διαδικασία κατανομής ή ανάθεσης μιας απόφασης ή δικαιώματος σε κάποιον. Στην οικονομία, αναφέρεται στη διαδικασία ανάθεσης συμβολαίων ή έργων.
Στη γλώσσα των ισπανικών, "adjudicar" χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή η χρήση του σε νομικά ή οικονομικά έγγραφα.
Το δικαστήριο αποφάσισε να απονείμει το συμβόλαιο στον πιο αποδοτικό προμηθευτή.
Es importante adjudicar los derechos de propiedad de manera justa.
Η λέξη "adjudicar" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα νομικά και οικονομικά πλαισία.
Συνήθως απονέμονται βραβεία στους καλύτερους μαθητές στο τέλος της σχολικής χρονιάς.
Al finalizar la licitación, se va a adjudicar el proyecto a la empresa con mejor oferta.
Στο τέλος της διαδικασίας προσφοράς, θα απονεμηθεί το έργο στην επιχείρηση με την καλύτερη προσφορά.
Los jueces tienen la responsabilidad de adjudicar casos impartiendo justicia.
Η λέξη προέρχεται από τη Λατινική λέξη "adjudicare", που σημαίνει "να κατατάσσω" ή "να αποδίδω", που αποτελείται από το "ad-" (προς) και "judicare" (να κρίνεις).
Συνώνυμα: - Asignar - Destinar - Conceder
Αντώνυμα: - Retirar - Negar - Despojar