Το "adjuntar" είναι ρήμα.
/aðxuɲˈtaɾ/
Η λέξη "adjuntar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να επισυνάψεις ή να προσθέσεις κάτι σε ένα έγγραφο ή μήνυμα, συνήθως ψηφιακά. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε επαγγελματικό και προσωπικό πλαίσιο, ιδιαίτερα στην επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Θα επισυνάψω το αρχείο στο email μου.
¿Puedes adjuntar las fotos de las vacaciones?
Μπορείς να επισυνάψεις τις φωτογραφίες από τις διακοπές;
Necesito adjuntar el documento antes de enviarlo.
Στην ισπανική γλώσσα, το "adjuntar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς ή εκφράσεις που ενώνονται με άλλα ρήματα ή ουσιαστικά. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Να δίνεις σημασία σε ένα θέμα.
Adjuntar archivos es esencial en la comunicación digital
Η επισύναψη αρχείων είναι ουσιώδης στην ψηφιακή επικοινωνία.
Es recomendable adjuntar pruebas en una reclamación
Συνιστάται να επισυνάπτετε αποδείξεις σε μια αναφορά.
Al adjuntar información, se facilita la comprensión
Η λέξη "adjuntar" προέρχεται από τον Λατινικό όρο "adjunctare", ο οποίος σημαίνει "να προσαρτήσω" ή "να συμπληρώσω".
incluir (περιλαμβάνω)
Αντώνυμα: