adjuntar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adjuntar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "adjuntar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/aðxuɲˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "adjuntar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να επισυνάψεις ή να προσθέσεις κάτι σε ένα έγγραφο ή μήνυμα, συνήθως ψηφιακά. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε επαγγελματικό και προσωπικό πλαίσιο, ιδιαίτερα στην επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a adjuntar el archivo a mi correo.
  2. Θα επισυνάψω το αρχείο στο email μου.

  3. ¿Puedes adjuntar las fotos de las vacaciones?

  4. Μπορείς να επισυνάψεις τις φωτογραφίες από τις διακοπές;

  5. Necesito adjuntar el documento antes de enviarlo.

  6. Χρειάζομαι να επισυνάψω το έγγραφο πριν το στείλω.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, το "adjuntar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς ή εκφράσεις που ενώνονται με άλλα ρήματα ή ουσιαστικά. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

  1. Adjuntar importancia a un asunto
  2. Να δίνεις σημασία σε ένα θέμα.

  3. Adjuntar archivos es esencial en la comunicación digital

  4. Η επισύναψη αρχείων είναι ουσιώδης στην ψηφιακή επικοινωνία.

  5. Es recomendable adjuntar pruebas en una reclamación

  6. Συνιστάται να επισυνάπτετε αποδείξεις σε μια αναφορά.

  7. Al adjuntar información, se facilita la comprensión

  8. Με την επισύναψη πληροφοριών διευκολύνεται η κατανόηση.

Ετυμολογία

Η λέξη "adjuntar" προέρχεται από τον Λατινικό όρο "adjunctare", ο οποίος σημαίνει "να προσαρτήσω" ή "να συμπληρώσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024