adjunto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adjunto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "adjunto" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "adjunto" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /aˈxunto/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "adjunto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συνδυάζεται ή συσχετίζεται με κάτι άλλο, συχνά αναφερόμενη σε έγγραφα ή στοιχεία που αποστέλλονται μαζί με μια επιστολή ή email. Σε γενικές γραμμές, η λέξη είναι αρκετά χρήσιμη και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως έγγραφα και επαγγελματική επικοινωνία.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "adjunto" χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικές συνομιλίες, κυρίως σε επιχειρηματικά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Envio el informe adjunto para tu revisión.
  2. Αποστέλλω την αναφορά που είναι συνημμένη για την αξιολόγησή σας.

  3. Por favor, revisen el documento adjunto antes de la reunión.

  4. Παρακαλώ, ελέγξτε το έγγραφο που είναι συνημμένο πριν από τη συνάντηση.

  5. El archivo adjunto contiene toda la información necesaria.

  6. Το συνημμένο αρχείο περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "adjunto" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και όχι πολύ συχνά σε καθαρά ιδιωματικό επίπεδο. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθούν οι εξής εκφράσεις:

  1. Adjunto a esta carta, encontrarás el contrato.
  2. Συνημμένο σε αυτή την επιστολή, θα βρεις το συμβόλαιο.

  3. Los documentos adjuntos son clave para el proyecto.

  4. Τα συνημμένα έγγραφα είναι κλειδιά για το σχέδιο.

  5. He incluido una presentación adjunta para explicar mi propuesta.

  6. Έχω συμπεριλάβει μια συνημμένη παρουσίαση για να εξηγήσω την πρότασή μου.

Ετυμολογία

Η λέξη "adjunto" προέρχεται από το λατινικό "adiunctus", που σημαίνει "προσαρτημένος" ή "συνδεδεμένος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - anexado (προσαρτημένος) - agregado (προστεμένος)

Αντώνυμα: - separado (χωρισμένος) - desvinculado (αποσυνδεδεμένος)



22-07-2024