Δηλωτική: Ουσιαστικό
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /admɪnistrəˈðoɾ/
Η λέξη "administrador" αναφέρεται σε ένα άτομο που διαχειρίζεται ή διευθύνει μια επιχείρηση, οργανισμό ή επιτροπή. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων, αυτός είναι συνήθως ο υπεύθυνος για τη λήψη αποφάσεων και τη στρατηγική κατεύθυνση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως επιχειρηματικά σχέδια, νομικά έγγραφα και ακαδημαϊκές εκθέσεις. Ωστόσο, χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά πλαίσια.
El administrador de la empresa decidió implementar nuevas políticas.
(Ο διαχειριστής της επιχείρησης αποφάσισε να εφαρμόσει νέες πολιτικές.)
Ella es la administradora del proyecto desde hace dos años.
(Αυτή είναι η διαχειρίστρια του έργου εδώ και δύο χρόνια.)
El administrador debe coordinar todos los departamentos.
(Ο διαχειριστής πρέπει να συντονίζει όλα τα τμήματα.)
Η λέξη "administrador" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις καθώς και σε κλασικές φράσεις σχετικά με τη διαχείριση και την οργάνωση:
Ser un buen administrador es clave para el éxito.
(Το να είσαι καλός διαχειριστής είναι το κλειδί για την επιτυχία.)
El administrador tiene que priorizar las tareas de su equipo.
(Ο διαχειριστής πρέπει να δίνει προτεραιότητα στις εργασίες της ομάδας του.)
Un administrador eficiente logra mejores resultados.
(Ένας αποτελεσματικός διαχειριστής επιτυγχάνει καλύτερα αποτελέσματα.)
El administrador debe ser un buen comunicador.
(Ο διαχειριστής πρέπει να είναι καλός επικοινωνιακός.)
Un administrador sin experiencia puede enfrentar muchos retos.
(Ένας διαχειριστής χωρίς εμπειρία μπορεί να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "administrātor", το οποίο σημαίνει "αυτός που διαχειρίζεται". Αποτελείται από το πρόθεμα "ad-" που σημαίνει "προς" και τη ρίζα "ministrare" που σημαίνει "υπηρετώ".
Συνώνυμα: - gestor (διαχειριστής) - director (διευθυντής) - encargado (υπεύθυνος)
Αντώνυμα: - subordinado (υποτακτικός) - empleado (υπάλληλος) - asistente (βοηθός)