Το "administrar" είναι ρήμα.
/að.minisˈtɾaɾ/
Η λέξη "administrar" σημαίνει να διαχειρίζεσαι ή να διοικείς κάτι. Χρησιμοποιείται σε ποικίλα πλαίσια, όπως στον τομέα των επιχειρήσεων, της διακυβέρνησης και της καθημερινής ζωής. Είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη και εμφανίζεται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και δίνεται περισσότερη έμφαση στη γραπτή επικοινωνία.
Είναι σημαντικό να διαχειρίζεσαι καλά τους πόρους της επιχείρησης.
Ella sabe cómo administrar su tiempo eficazmente.
Η λέξη "administrar" είναι μέρος κάποιων ιδιωματικών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται στον ισπανόφωνο κόσμο:
El juez es responsable de administrar justicia en el tribunal.
Administrar las fuerzas
Los líderes deben saber administrar las fuerzas de su equipo.
Administrar los gastos
Η λέξη "administrar" προέρχεται από το λατινικό "administrare", που σημαίνει "να καθοδηγείς" ή "να σκέφτεσαι". Συντίθεται από το "ad-" (προς) και "ministrare" (να παρέχεις ή να υπηρετείς).