Η λέξη "admirado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /admiˈɾaðo/
Η λέξη "admirado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει θαυμαστεί ή έχει προκαλέσει θαυμασμό. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα που είναι αξιοθαύμαστα ή έχουν επιτύχει κάτι σπουδαίο. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
El artista fue admirado por su trabajo innovador.
(Ο καλλιτέχνης θαυμαζόταν για την καινοτόμο δουλειά του.)
Siempre he admirado a las personas que luchan por sus sueños.
(Πάντα θαύμαζα τους ανθρώπους που αγωνίζονται για τα όνειρά τους.)
Quedé admirado por su valentía en esa situación.
(Έμεινα θαυμασμένος από το θάρρος του σε αυτή την κατάσταση.)
Η λέξη "admirado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estoy admirado por su talento.
(Είμαι θαυμασμένος από το ταλέντο του.)
Ser objeto de admiración
(Να είσαι αντικείμενο θαυμασμού)
La nueva novela se ha convertido en objeto de admiración.
(Η νέα νουβέλα έχει γίνει αντικείμενο θαυμασμού.)
Admirar a alguien en silencio
(Να θαυμάζεις κάποιον σιωπηλά)
Η λέξη "admirado" προέρχεται από το ρήμα "admirar", που σημαίνει "θαυμάζω". Το ρήμα αυτό έχει λατινική προέλευση από τη λέξη "admirari".