Η λέξη "admisible" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /að.miˈsi.βle/
Η λέξη "admisible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να γίνει αποδεκτό ή επιτρεπτό, κυρίως στο νομικό και γενικό πλαίσιο. Στον νομικό τομέα, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε στοιχεία ή αποδείξεις που είναι αποδεκτές σε δικαστικές διαδικασίες. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί επίσης να ακούγεται στον προφορικό λόγο.
La prueba presentada fue considerada admissible por el juez.
Η αποδεικτική παρουσία που υποβλήθηκε θεωρήθηκε αποδεκτή από τον δικαστή.
El documento no es admissible en este tribunal.
Το έγγραφο δεν είναι αποδεκτό σε αυτό το δικαστήριο.
Esos argumentos no son admisibles en la discusión.
Αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι αποδεκτά στη συζήτηση.
Η λέξη "admisible" μπορεί να μην χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εμφανίζεται σε νομικές φράσεις και περιγραφές. Ακολουθούν ορισμένες χρήσεις σε πλαίσια:
Una evidencia admisible puede cambiar el resultado del juicio.
Μια αποδεκτή απόδειξη μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης.
El testimonio es admisible solo si fue ofrecido de manera voluntaria.
Η μαρτυρία είναι αποδεκτή μόνο αν προσφέρθηκε με εθελοντικό τρόπο.
Para que los documentos sean admisibles, deben cumplirse ciertos requisitos.
Για να είναι τα έγγραφα αποδεκτά, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
En este caso, la prueba es totalmente admisible.
Σε αυτή την περίπτωση, η απόδειξη είναι απολύτως αποδεκτή.
Los argumentos inadmisibles no son considerados en el proceso.
Τα μη αποδεκτά επιχειρήματα δεν λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία.
Η λέξη "admisible" προέρχεται από το λατινικό "admissibilis", το οποίο σημαίνει "που μπορεί να δεχθεί". Η ρίζα "admittere" σημαίνει "να αποδεχθεί ή να επιτρέψει".
Συνώνυμα: - aceptable (αποδεκτός) - permitido (επιτρεπτός)
Αντώνυμα: - inadmisible (μη αποδεκτός) - inaceptable (μη αποδεκτός)