Η λέξη "admitido" είναι επίθετο και μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως παθητικός μετοχή του ρήματος "admitir."
Φωνητική μεταγραφή: /að.miˈti.ðo/
Η λέξη "admitido" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - "εγκεκριμένος" - "παραδεκτός" - "δεκτός"
Η λέξη "admitido" σημαίνει "κάτι που έχει γίνει αποδεκτό ή εγκριθεί." Χρησιμοποιείται σε ποικίλες καταστάσεις, όπως σε ακαδημαϊκά και νομικά συμφραζόμενα για να δηλώσει ότι ένα άτομο ή ένα αίτημα έχει γίνει αποδεκτό. Η χρήση της είναι συχνή και στην προφορική και στη γραπτή γλώσσα.
El estudiante fue admitido en la universidad.
(Ο φοιτητής έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο.)
El documento fue finalmente admitido por la corte.
(Το έγγραφο τελικά έγινε αποδεκτό από το δικαστήριο.)
Su candidatura fue admitida a pesar de las dudas.
(Η υποψηφιότητά του έγινε αποδεκτή παρά τις αμφιβολίες.)
Η λέξη "admitido" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν έννοιες αποδοχής και αναγνώρισης.
Ser admitido en la sociedad.
(Να γίνεις αποδεκτός στην κοινωνία.)
Estar admitido en un grupo selecto.
(Να είσαι δεκτός σε μια εκλεκτή ομάδα.)
Admitido a trámite.
(Δεκτό προς εξέταση.) Σημαίνει ότι μια αίτηση ή πρόταση θα εξεταστεί ή έχει γίνει αποδεκτή για περαιτέρω διαδικασία.
Aceptado y admitido.
(Αποδεκτός και εγκεκριμένος.) Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει περάσει από πολλαπλές επιθεωρήσεις και αναγνωρίσεις.
Η λέξη "admitido" προέρχεται από το ρήμα "admitir" που πηγάζει από το λατινικό "admittere," όπου "ad-" σημαίνει "προς" και "mittere" σημαίνει "να στείλεις."
Συνώνυμα: - "aceptado" - "recibido" - "homologado"
Αντώνυμα: - "rechazado" (απορριπτέος) - "denegado" (αρνηθέντος)