admitir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

admitir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "admitir" είναι ρήμα (verb) στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική του προφορά με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /að.miˈtiɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "admitir" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - παραδέχομαι - αποδέχομαι - δέχομαι

Σημασία και Χρήση

Το ρήμα "admitir" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει την αποδοχή ή την παραδοχή κάτι. Μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην καθημερινή ζωή, στο νομικό πεδίο ή σε τεχνικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, αναλόγως του πλαισίου, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. No quiere admitir su error.
    (Δεν θέλει να παραδεχτεί το λάθος του.)

  2. Ella decidió admitir a su hermano en la casa.
    (Αυτή αποφάσισε να δεχτεί τον αδερφό της στο σπίτι.)

  3. El juez decidió admitir la prueba presentada.
    (Ο δικαστής αποφάσισε να αποδεχτεί το παρεχόμενο στοιχείο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "admitir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:

  1. Admitir culpas.
    (Να παραδεχτείς τις ευθύνες σου.)
  2. Εκφράζει την ιδέα της αποδοχής των λαθών και των ευθυνών.

  3. No admitiré más engaños.
    (Δεν θα αποδεχτώ περισσότερα ψέματα.)

  4. Εύθραυστη δήλωση για την αντοχή στην παραπλάνηση.

  5. Admitir a alguien en la comunidad.
    (Να δεχτείς κάποιον στην κοινότητα.)

  6. Αφορά την κοινωνική ένταξη.

  7. Se le exige admitir sus limitaciones.
    (Απαιτείται να παραδεχτεί τις περιορισμούς του.)

  8. Επισημαίνει τη σημασία της αυτογνωσίας.

  9. Admitir que no sé.
    (Να παραδεχτώ ότι δεν ξέρω.)

  10. Η παραδοχή της άγνοιας μπορεί να είναι ένας αρχικά σημαντικός βήμα για την εκμάθηση.

  11. Admitir críticas constructivas.
    (Να αποδεχτείς τις εποικοδομητικές κριτικές.)

  12. Στρατηγική για προσωπική ανάπτυξη και βελτίωση.

  13. Admitir que uno está equivocado.
    (Να παραδεχτείς ότι κάνεις λάθος.)

  14. Ένας δείκτης ωριμότητας και αυτογνωσίας.

Ετυμολογία

Η λέξη "admitir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "admittere", που σημαίνει «να δεχτείς» ή «να επιτρέψεις».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - aceptar (αποδέχομαι) - reconocer (αναγνωρίζω) - consentir (συμφωνώ)

Αντώνυμα: - rechazar (απορρίπτω) - negar (αρνούμαι) - excluir (αποκλείω)

Αυτή η ανάλυση παρέχει μια πλήρη εικόνα της λέξης "admitir" στην ισπανική γλώσσα.



22-07-2024