Adobo είναι ουσιαστικό.
/aðo'βo/
Το "adobo" αναφέρεται σε μια σάλτσα ή μαρινάδα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή και την αρωματική επεξεργασία τροφίμων, ιδιαίτερα κρεάτων. Είναι προεξάρχον στοιχείο της κουζίνας της Λατινικής Αμερικής, ειδικότερα στη Φιλιππινέζικη και Ισπανική κουζίνα, όπου χρησιμοποιείται για να δώσει γεύση σε διάφορα πιάτα.
Η χρήση του adobo είναι πολύ συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με το μαγείρεμα και τις γαστρονομικές παραδόσεις.
"Θα ετοιμάσω κοτόπουλο με μαρινάδα για το δείπνο."
"El adobo que usé tiene una mezcla de especias."
Το "adobo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως σχετίζονται με το μαγείρεμα ή την κουζίνα:
"Έχει γεύση μαρινάδας."
"No hay adobo que lo mejore."
"Δεν υπάρχει μαρινάδα που να το βελτιώσει."
"Ella adoba todo con amor."
Η λέξη "adobo" προέρχεται από το ισπανικό "adobar", που σημαίνει "να μαρινάρω" ή "να αρωματίζω". Η προέλευση της λέξης μπορεί επίσης να συνδεθεί με την λατινική λέξη "adubare", που σημαίνει "να ντύνω" ή "να καλύπτω".
Συνώνυμα: - Marinada (μαρινάδα) - Sazonador (αρωματικό)
Αντώνυμα: - Insípido (χωρίς γεύση) - Desabrido (άγευστο)