Το "adolecer" είναι ένα ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "adolecer" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /a.ðo.leˈθeɾ/ (στην ισπανική προφορά).
Η λέξη "adolecer" σημαίνει γενικά την κατάσταση ή την διαδικασία του να είναι κάποιος έφηβος, καθώς και την έννοια του να υποφέρει ή να νιώθει πόνο (κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Χρησιμοποιείται συχνότερα σε γενικούς και λογοτεχνικούς τομείς, και λιγότερο σε καθημερινές συνομιλίες. Η χρήση της ενδέχεται να είναι περιστασιακή, κυρίως σε γραπτά κείμενα.
Ο νεαρός άρχισε να εφηβεύει και τα συναισθήματά του ήταν μπερδεμένα.
Es normal adolecer en esta etapa de la vida.
Είναι φυσιολογικό να εφηβεύει κανείς σε αυτή τη φάση της ζωής.
A veces, el amor puede adolecer de complejidad.
Η λέξη "adolecer" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία της εφηβείας και του πόνου.
Το να υποφέρει κανείς από ανασφάλεια μπορεί να περιπλέξει πολύ την εφηβεία.
Ella adolece de añoranza por su infancia.
Εκείνη υποφέρει από νοσταλγία για την παιδική της ηλικία.
Es común adolecer de problemas de identidad en la adolescencia.
Η λέξη "adolecer" προέρχεται από το λατινικό "adolēscere", που σημαίνει "να μεγαλώνω" ή "να εφηβεύω".
Συνώνυμα: - Sufrir (υποφέρω) - Padecer (υφίσταμαι)
Αντώνυμα: - Mejorar (βελτιώνομαι) - Superar (ξεπερνώ)