Το "adoptado" είναι ένα επίθετο.
[aðopˈtaðo]
Η λέξη "adoptado" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει υιοθετηθεί, δηλαδή έχει αποκτήσει νομικά και συναισθηματικά μια νέα οικογένεια, διαφορετική από την βιολογική του. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά συμφραζόμενα και αναφέρεται στη διαδικασία που επιτρέπει σε άτομα να γίνουν μέλη μιας οικογένειας με επίσημο τρόπο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά και σε προφορικές συνομιλίες που αφορούν νομικά ζητήματα ή την οικογενειακή δομή.
El niño adoptado vive en una familia amorosa.
(Ο υιοθετημένος/η δεν έχει ούτε μια οικογένεια που τον/την αγαπά.)
La ley protege los derechos del hijo adoptado.
(Ο νόμος προστατεύει τα δικαιώματα του υιοθετημένου παιδιού.)
Muchos padres buscan adoptar a un niño adoptado.
(Πολλοί γονείς αναζητούν να υιοθετήσουν ένα υιοθετημένο παιδί.)
Η λέξη "adoptado" δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές κοινές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικογένεια και την υιοθεσία.
"Ser como un hijo adoptado."
(Να είσαι σαν ένα υιοθετημένο παιδί.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αισθάνεται ότι είναι λιγότερο μέρος κλειστού κύκλου, όπως μια οικογένεια ή μια ομάδα.
"Familia adoptiva."
(Υιοθετική οικογένεια.) - Αναφέρεται σε μια οικογένεια που έχει υιοθετήσει παιδιά.
"Derechos de un niño adoptado."
(Δικαιώματα ενός υιοθετημένου παιδιού.) - Χρησιμοποιούμενη για να αναφερθεί στα νομικά δικαιώματα που έχει ένα υιοθετημένο παιδί.
Η λέξη "adoptado" προέρχεται από το ρήμα "adoptar", που σημαίνει "υιοθετώ". Το "adoptar" έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "adoptare", που συντίθεται από το "ad-" που σημαίνει "προς" και "optare", που σημαίνει "διαλέγω".
Συνώνυμα: - Aceptado (αποδεκτός) - Incorporado (ενσωματωμένος)
Αντώνυμα: - Rechazado (απορριφθείς) - Excluido (αποκλεισμένος)
Αυτό ολοκληρώνει τη λεπτομερή ανάλυση της λέξης "adoptado".