Ρήμα
/a.ðopˈtaɾ/
Η λέξη "adoptar" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της υιοθεσίας, είτε παιδιών είτε ιδεών, προτύπων ή τρόπων συμπεριφοράς. Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά και κοινωνικά θέματα.
Έχει υψηλή συχνότητα χρήσης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καταστάσεις. Στον προφορικό λόγο, αυτό το ρήμα χρησιμοποιείται συχνά όταν οι άνθρωποι μιλούν για οικογενειακές σχέσεις ή κοινωνικές ζητήσεις.
Το ζευγάρι αποφάσισε να υιοθετήσει ένα παιδί από έναν ξενώνα.
Es importante adoptar buenas prácticas en el trabajo.
Είναι σημαντικό να υιοθετήσουμε καλές πρακτικές στη δουλειά.
El país adoptó una nueva política ambiental.
Η λέξη "adoptar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Υιοθετώ μια διαφορετική προσέγγιση.
No todas las ideas adoptadas son efectivas.
Όχι όλες οι υιοθετημένες ιδέες είναι αποτελεσματικές.
Es crucial adoptar una mentalidad abierta.
Είναι κρίσιμη η υιοθέτηση ανοιχτής νοοτροπίας.
Adoptar el compromiso con el medio ambiente.
Υιοθετώ τη δέσμευση για το περιβάλλον.
Adoptar una nueva rutina puede ser difícil.
Η λέξη "adoptar" προέρχεται από το λατινικό "adoptare", που σημαίνει "να παίρνεις ή να υιοθετείς", από τη σύνθεση "ad-" (προς) και "optare" (να επιλέγεις).