adoptar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adoptar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/a.ðopˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "adoptar" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της υιοθεσίας, είτε παιδιών είτε ιδεών, προτύπων ή τρόπων συμπεριφοράς. Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά και κοινωνικά θέματα.

Συχνότητα Χρήσης

Έχει υψηλή συχνότητα χρήσης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καταστάσεις. Στον προφορικό λόγο, αυτό το ρήμα χρησιμοποιείται συχνά όταν οι άνθρωποι μιλούν για οικογενειακές σχέσεις ή κοινωνικές ζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La pareja decidió adoptar un niño de un hogar de acogida.
  2. Το ζευγάρι αποφάσισε να υιοθετήσει ένα παιδί από έναν ξενώνα.

  3. Es importante adoptar buenas prácticas en el trabajo.

  4. Είναι σημαντικό να υιοθετήσουμε καλές πρακτικές στη δουλειά.

  5. El país adoptó una nueva política ambiental.

  6. Η χώρα υιοθέτησε μια νέα περιβαλλοντική πολιτική.

Ιδωματικές εκφράσεις

Η λέξη "adoptar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Adoptar un enfoque diferente.
  2. Υιοθετώ μια διαφορετική προσέγγιση.

  3. No todas las ideas adoptadas son efectivas.

  4. Όχι όλες οι υιοθετημένες ιδέες είναι αποτελεσματικές.

  5. Es crucial adoptar una mentalidad abierta.

  6. Είναι κρίσιμη η υιοθέτηση ανοιχτής νοοτροπίας.

  7. Adoptar el compromiso con el medio ambiente.

  8. Υιοθετώ τη δέσμευση για το περιβάλλον.

  9. Adoptar una nueva rutina puede ser difícil.

  10. Η υιοθέτηση μιας νέας ρουτίνας μπορεί να είναι δύσκολη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "adoptar" προέρχεται από το λατινικό "adoptare", που σημαίνει "να παίρνεις ή να υιοθετείς", από τη σύνθεση "ad-" (προς) και "optare" (να επιλέγεις).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024