adoptar medidas - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adoptar medidas (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου:

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή:

aðopˈtaɾ meˈðiðas

Μετάφραση:

Λήψη μέτρων

Σημασία/Χρήση:

Η φράση "adoptar medidas" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει τη λήψη μέτρων ή την προσέγγιση κάποιου θέματος με συγκεκριμένες δράσεις. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις:

  1. El gobierno decidió adoptar medidas más estrictas para combatir el cambio climático. (Η κυβέρνηση αποφάσισε να λάβει πιο αυστηρά μέτρα για τον αγώνα ενάντια στην κλιματική αλλαγή.)
  2. La empresa tomó la decisión de adoptar medidas de austeridad para hacer frente a la crisis económica. (Η εταιρεία πήρε την απόφαση να λάβει μέτρα λιτότητας για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση.)

Ετυμολογία:

Η λέξη "adoptar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "adoptare" που σημαίνει "υιοθετώ".

Συνώνυμα:

Αντώνυμα:



2