Το "adorable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "adorable" στην διεθνή φωνητική αλφάβητο είναι /aˈðo.ɾa.βle/.
Η λέξη "adorable" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - αξιαγάπητος - χαριτωμένος - γοητευτικός
Η λέξη "adorable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που προκαλεί αγάπη και συμπάθεια, συχνά λόγω της εμφάνισης ή της συμπεριφοράς του. Είναι συχνά συνδεδεμένο με ευχάριστα και τρυφερά συναισθήματα. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένο σε καθημερινές και μη επίσημες συνομιλίες.
Η κουτάβα είναι αξιαγάπητη.
Tu hija tiene una risa adorable.
Η κόρη σου έχει μια χαριτωμένη γέλια.
Ese gato es tan adorable que quiero adoptarlo.
Η λέξη "adorable" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Είσαι τόσο αξιαγάπητος που φωτίζεις την ημέρα οποιουδήποτε.
Ese vestido es adorable, te queda perfecto.
Αυτό το φόρεμα είναι αξιολάτρευτο, σου πηγαίνει τέλεια.
El gesto fue tan adorable que todos nos sonreímos.
Η κίνηση ήταν τόσο γοητευτική που όλοι χαμογελάσαμε.
Las fotos de los cachorros son simplemente adorables.
Οι φωτογραφίες των κουταβιών είναι απλά αξιαγάπητες.
Me encanta la forma en que bailas, es adorable.
Μου αρέσει ο τρόπος που χορεύεις, είναι γοητευτικός.
La manera en que cuida a su hermano menor es realmente adorable.
Η λέξη "adorable" προέρχεται από τα γαλλικά "adorable", που με τη σειρά τους προέρχεται από το λατινικό "adorare" που σημαίνει "να προσκυνάς" ή "να αγαπάς έντονα."
Συνώνυμα: - encantador (γοητευτικός) - precioso (πολύτιμος) - tierno (τρυφερός)
Αντώνυμα: - odioso (θανερός) - desagradable (μη ευχάριστος) - repulsivo (απεχθής)