Το "adorar" είναι ρήμα.
/adoˈɾaɾ/
Η λέξη "adorar" σημαίνει να λατρεύεις ή να αγαπάς κάτι σε μεγάλο βαθμό, συχνά με έντονα συναισθήματα ή σεβασμό. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα Ισπανικά, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση του μπορεί να είναι πιο έντονη σε συναισθηματικά φορτισμένα κείμενα ή συνομιλίες.
Me encanta adorar a mi familia.
(Λατρεύω να αγαπώ την οικογένειά μου.)
Ella adora la música clásica.
(Αυτή λατρεύει την κλασική μουσική.)
Los niños adoran a su mascota.
(Τα παιδιά λατρεύουν το κατοικίδιό τους.)
Η λέξη "adorar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
Adorar con locura
(Λατρεύω τρελά)
Ella adora con locura a su ídolo.
(Αυτή λατρεύει τρελά τον είδωλό της.)
Adorar a alguien en el cielo
(Λατρεύω κάποιον στον ουρανό)
Siempre adoraré a mi abuela, que ya no está aquí.
(Πάντα θα λατρεύω τη γιαγιά μου, που δεν είναι πια εδώ.)
Adorar hasta los huesos
(Λατρεύω μέχρι τα κόκαλα)
Él adora a su pareja hasta los huesos.
(Αυτός λατρεύει τη σύντροφό του μέχρι τα κόκαλα.)
Adorar a pies juntillas
(Λατρεύω με τα πόδια ενωμένα)
Yo adoro a mis hijos a pies juntillas.
(Λατρεύω τα παιδιά μου με όλη μου την καρδιά.)
Η λέξη "adorar" προέρχεται από τα λατινικά "adorare," που σημαίνει "να αναγνωρίζω μια θεότητα" ή "να προσκυνώ".
Συνώνυμα: - venerar (λατρεύω) - amar (αγαπώ)
Αντώνυμα: - despreciar (περιφρονώ) - odiar (μισώ)