Ρήμα.
/adoɾ.me.ˈθeɾ/
Η λέξη "adormecer" σημαίνει να βάλεις κάποιον ή κάτι σε κατάσταση ύπνου ή να προκαλέσεις νύστα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της νύστας ή του ύπνου, είτε σε ανθρώπους είτε σε ζώα. Η χρήση της είναι συχνή και στις δύο μορφές λόγου, αλλά είναι περισσότερο εννοιολογικά προσανατολισμένη στο γραπτό πλαίσιο.
La música suave puede adormecer a los niños.
(Η ήπια μουσική μπορεί να νανουρίσει τα παιδιά.)
El medicamento que tomó le ayudará a adormecer más rápido.
(Το φάρμακο που πήρε θα τον βοηθήσει να κοιμηθεί πιο γρήγορα.)
El cuento de hadas fue suficiente para adormecer al pequeño.
(Η παραμυθένια ιστορία ήταν αρκετή για να κοιμίσει τον μικρό.)
Η λέξη "adormecer" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις που σχετίζονται με την κατάσταση του ύπνου ή της νύστας.
No me adormezcas con tus historias, tengo que trabajar.
(Μη με νανουρίζεις με τις ιστορίες σου, πρέπει να δουλέψω.)
Las películas de terror a veces me adormecen en vez de asustarme.
(Οι ταινίες τρόμου με νανουρίζουν μερικές φορές αντί να με τρομάζουν.)
Adormecerse en el sofá es un lujo que me doy los fines de semana.
(Το να κοιμάμαι στον καναπέ είναι μια πολυτέλεια που μου επιτρέπω τα Σαββατοκύριακα.)
Η λέξη "adormecer" προέρχεται από το λατινικό "adormiscere", που σημαίνει "να νανουρίζω" ή "να κοιμίζω". Η πρόθεση "a-" δηλώνει κατεύθυνση, ενώ το "dormis" προέρχεται από το "dormire", που σημαίνει "κοιμάμαι".
Συνώνυμα: - dormir (να κοιμάσαι) - sosegar (να ηρεμείς)
Αντώνυμα: - despertar (να ξυπνάς) - animar (να ενθουσιάζεις)