Ρήμα
/a.ðorˈnaɾ/
Η λέξη "adornar" σημαίνει "στολίζω" ή "διακοσμώ". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να προσθέτει κάποιος κάτι ή διάφορα στοιχεία για να κάνει έναν χώρο ή αντικείμενο πιο ελκυστικό. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, κυρίως σε προφορικές και γραπτές συνθήκες όταν αναφερόμαστε στη διαδικασία της διακόσμησης εκδηλώσεων, χώρων ή αντικειμένων. Χρησιμοποιείται εξίσου στο γραπτό και στον προφορικό λόγο.
Ella quiere adornar la casa para la fiesta.
Αυτή θέλει να στολίσει το σπίτι για την γιορτή.
Vamos a adornar el árbol de Navidad juntos.
Θα διακοσμήσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο μαζί.
Los estudiantes adornaron el aula para el evento.
Οι μαθητές στολίσαν την αίθουσα για την εκδήλωση.
Η λέξη "adornar" εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Adornar la verdad
Διακοσμώ την αλήθεια: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να υπερβάλλουμε ή να αλλοιώνουμε την αλήθεια.
A veces, ella adorna la verdad para hacerla más interesante. Μερικές φορές, αυτή διακοσμεί την αλήθεια για να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα.
Adornar el lenguaje
Διακοσμώ τη γλώσσα: Αναφέρεται στην πρακτική του να προσθέτουμε περιττές λέξεις ή εκφράσεις για να κάνουμε τον λόγο πιο εντυπωσιακό.
El autor adorna su lenguaje con metáforas y símiles. Ο συγγραφέας στολίζει τη γλώσσα του με μεταφορές και παρομοιώσεις.
No adornes la historia
Μην διακοσμείς την ιστορία: Χρησιμοποιείται συνήθως όταν κάποιος δεν θέλει να υπερβάλλει ή να δημιουργήσει μια ψευδή εικόνα για κάτι.
Dile que no adorne la historia, yo quiero la verdad. Πες του να μην διακοσμεί την ιστορία, θέλω την αλήθεια.
Η λέξη "adornar" προέρχεται από το λατινικό "adorare", που σημαίνει "να διακοσμώ" ή "να τιμώ".
Συνώνυμα: - embellecer (ομορφαίνω) - decorar (διακοσμώ)
Αντώνυμα: - despojar (αφαιρώ) - arruinar (καταστρέφω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια αναλυτική εικόνα της λέξης "adornar" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.