Η λέξη "adorno" στο ισπανικά σημαίνει "στολίδι" ή "διακόσμηση" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προστίθεται ως διακόσμηση ή για να αναδείξει κάτι. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που αφορούν τέχνες ή διακόσμηση.
Το στολίδι στο τραπέζι είναι πολύ όμορφο.
Necesitamos un adorno para la fiesta.
Η λεξιλογία που περιλαμβάνει την "adorno" μπορεί να είναι πλούσια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και είναι λιγότερο χρήση για ιδιωματικές φράσεις σε σύγκριση με άλλες λέξεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Δεν είναι μόνο ένα στολίδι, είναι ένα σύμβολο αγάπης.
Su comportamiento fue solo un adorno para ocultar sus verdaderas intenciones.
Η συμπεριφορά του ήταν μόνο ένα στολίδι για να κρύψει τις αληθινές του προθέσεις.
En la decoración, el adorno correcto puede cambiar todo el ambiente.
Η λέξη "adorno" προέρχεται από το λατινικό "adorno", το οποίο σημαίνει "διακοσμώ" ή "στολίζω".
Αυτή η ολιστική απεικόνιση της λέξης "adorno" συνοψίζει τις διάφορες πτυχές και πληροφορίες σχετικές με τη λέξη αυτή στα Ισπανικά.