Adoro είναι ρήμα.
[ aˈðoɾo ]
Η λέξη "adoro" προέρχεται από το ρήμα "adorar" και σημαίνει "αγαπώ" ή "λατρεύω". Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει έντονα θετικά συναισθήματα για κάτι ή κάποιον, είτε αυτό είναι πρόσωπο, αντικείμενο ή δραστηριότητα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτές εκφράσεις.
Adoro el chocolate.
(Λατρεύω τη σοκολάτα.)
Adoro pasar tiempo con mis amigos.
(Λατρεύω να περνάω χρόνο με τους φίλους μου.)
Adoro la música clásica.
(Λατρεύω την κλασική μουσική.)
Η λέξη "adoro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Te adoro con toda mi alma.
(Σε λατρεύω με όλη μου την ψυχή.)
Adoro ver películas de comedia.
(Λατρεύω να βλέπω κωμωδίες.)
Adoro la naturaleza y pasar tiempo al aire libre.
(Λατρεύω τη φύση και να περνάω χρόνο στον ύπαιθρο.)
Adoro las sorpresas.
(Λατρεύω τις εκπλήξεις.)
Adoro viajar y conocer nuevas culturas.
(Λατρεύω να ταξιδεύω και να γνωρίζω νέες κουλτούρες.)
Η λέξη "adoro" προέρχεται από το λατινικό "adorare", το οποίο σημαίνει "να ικετεύω" ή "να λατρεύω". Στην ισπανική γλώσσα, η ρίζα της λέξης έχει διατηρηθεί με παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - amo (αγαπώ) - me encanta (μου αρέσει πολύ) - me fascina (με γοητεύει)
Αντώνυμα: - odioso (μισώ) - desprecio (αίρω) - no me gusta (δεν μου αρέσει)