Ρήμα
/ado'saɾ/
Η λέξη "adosar" στα Ισπανικά σημαίνει να τοποθετήσεις ή να προσθέσεις κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της ιατρικής για να αναφερθεί στη διαδικασία προσθήκης ή συσσωρεύσεως στοιχείων, συχνά με αρνητική ή επιβαρυντική έννοια. Η χρήση της συνήθως είναι συχνή και δεν περιορίζεται μόνο στον προφορικό ή γραπτό λόγο, αλλά είναι κοινή και στις δύο περιπτώσεις.
"Ο γιατρός αποφάσισε να προσθέσει περισσότερες εξετάσεις στη διάγνωση."
"Es importante no adosar estrés a los pacientes durante el tratamiento."
"Είναι σημαντικό να μην επιβάλλουμε άγχος στους ασθενείς κατά τη διάρκεια της θεραπείας."
"Vamos a adosar la nueva información a la base de datos."
Η λέξη "adosar" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις:
"Δεν είναι δίκαιο να επιβάλεις πρόσθετες ευθύνες χωρίς συνεννόηση."
"Adosar problemas"
"Πάντα τείνουμε να προσθέτουμε προβλήματα αντί να αναζητούμε λύσεις."
"Adosar presiones"
Η λέξη "adosar" προέρχεται από το προθετικό "a-" (σε/προς) και την λέξη "dosar", που σχετίζεται με τη διαδικασία προσθήκης ή συσσώρευσης.
Συνώνυμα: - agregar - añadir - imponer (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - restar (να αφαιρέσω) - quitar (να πάρω μακριά)