adosar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adosar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/ado'saɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "adosar" στα Ισπανικά σημαίνει να τοποθετήσεις ή να προσθέσεις κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της ιατρικής για να αναφερθεί στη διαδικασία προσθήκης ή συσσωρεύσεως στοιχείων, συχνά με αρνητική ή επιβαρυντική έννοια. Η χρήση της συνήθως είναι συχνή και δεν περιορίζεται μόνο στον προφορικό ή γραπτό λόγο, αλλά είναι κοινή και στις δύο περιπτώσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El médico decidió adosar más pruebas al diagnóstico."
  2. "Ο γιατρός αποφάσισε να προσθέσει περισσότερες εξετάσεις στη διάγνωση."

  3. "Es importante no adosar estrés a los pacientes durante el tratamiento."

  4. "Είναι σημαντικό να μην επιβάλλουμε άγχος στους ασθενείς κατά τη διάρκεια της θεραπείας."

  5. "Vamos a adosar la nueva información a la base de datos."

  6. "Θα προσθέσουμε τις νέες πληροφορίες στη βάση δεδομένων."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "adosar" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις:

  1. "Adosar responsabilidades"
  2. "Να επιβάλω ευθύνες"
  3. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος επιβαρύνει κάποιον με περισσότερες υποχρεώσεις.
  4. "No es justo adosar responsabilidades adicionales sin consulta."
  5. "Δεν είναι δίκαιο να επιβάλεις πρόσθετες ευθύνες χωρίς συνεννόηση."

  6. "Adosar problemas"

  7. "Να προσθέσω προβλήματα"
  8. Σε περιπτώσεις όπου η κατάσταση γίνεται πιο δύσκολη.
  9. "Siempre se tiende a adosar problemas en lugar de buscar soluciones."
  10. "Πάντα τείνουμε να προσθέτουμε προβλήματα αντί να αναζητούμε λύσεις."

  11. "Adosar presiones"

  12. "Να επιβάλλω πιέσεις"
  13. Όταν υπάρχει πίεση σε μια κατάσταση ή άτομο.
  14. "No debes adosar presiones innecesarias a tus colegas."
  15. "Δεν πρέπει να επιβάλλεις περιττές πιέσεις στους συναδέλφους σου."

Ετυμολογία

Η λέξη "adosar" προέρχεται από το προθετικό "a-" (σε/προς) και την λέξη "dosar", που σχετίζεται με τη διαδικασία προσθήκης ή συσσώρευσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - agregar - añadir - imponer (σε ορισμένα συμφραζόμενα)

Αντώνυμα: - restar (να αφαιρέσω) - quitar (να πάρω μακριά)



23-07-2024