adquisitivo είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /að.kwiˈsi.ti.βo/
Η λέξη adquisitivo σχετίζεται με την ικανότητα να αποκτά κάποιος αγαθά ή υπηρεσίες, συνήθως μέσω οικονομικών πόρων. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της οικονομίας και της νομικής, για να περιγράψει τη δυνατότητα ή την ικανότητα των ατόμων ή των φορέων να αποκτούν περιουσιακά στοιχεία ή αγαθά. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο σε νομικά ή οικονομικά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις όταν αναφέρεται σε οικονομικά θέματα.
Η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Una estrategia económica efectiva debe considerar el factor adquisitivo de la población.
Η λέξη adquisitivo χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε οικονομικές και νομικές αναφορές:
Η αγοραστική δύναμη αναφέρεται στην ικανότητα αγοράς ενός ατόμου.
Aumento del poder adquisitivo: Implica un incremento en los ingresos que permiten a las personas comprar más.
Αύξηση της αγοραστικής δύναμης σημαίνει αύξηση των εισοδημάτων που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αγοράζουν περισσότερα.
Grupo adquisitivo: Hace referencia a un conjunto de personas con similar capacidad de compra.
Αγοραστική ομάδα αναφέρεται σε ένα σύνολο ατόμων με παρόμοια ικανότητα αγοράς.
Cesta de bienes adquisitivos: Se refiere a un conjunto de productos representativos del consumo de los hogares.
Η λέξη adquisitivo προέρχεται από το λατινικό acquisitĭvus, που σημαίνει "αυτό που αποκτάται", προερχόμενο από το ρήμα acquisĭre, που σημαίνει "αποκτώ".
Συνώνυμα: - Adquirente - Comprador
Αντώνυμα: - Desposesión (αποστέρηση) - Pérdida (απώλεια)
Η λέξη adquisitivo αποτυπώνει τη δυνάμει προσφορά και ζήτηση στην οικονομία, έχοντας σημαντική χρήση στη θαλάσσια πορεία των οικονομικών και νομικών συμφωνιών.