adquisitivo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

adquisitivo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

adquisitivo είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /að.kwiˈsi.ti.βo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη adquisitivo σχετίζεται με την ικανότητα να αποκτά κάποιος αγαθά ή υπηρεσίες, συνήθως μέσω οικονομικών πόρων. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της οικονομίας και της νομικής, για να περιγράψει τη δυνατότητα ή την ικανότητα των ατόμων ή των φορέων να αποκτούν περιουσιακά στοιχεία ή αγαθά. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο σε νομικά ή οικονομικά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις όταν αναφέρεται σε οικονομικά θέματα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El poder adquisitivo de los consumidores ha disminuido en los últimos años.
  2. Η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.

  3. Una estrategia económica efectiva debe considerar el factor adquisitivo de la población.

  4. Μια αποτελεσματική οικονομική στρατηγική πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα αγοραστικής ικανότητας του πληθυσμού.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη adquisitivo χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε οικονομικές και νομικές αναφορές:

  1. Poder adquisitivo: Se refiere a la capacidad de compra de una persona.
  2. Η αγοραστική δύναμη αναφέρεται στην ικανότητα αγοράς ενός ατόμου.

  3. Aumento del poder adquisitivo: Implica un incremento en los ingresos que permiten a las personas comprar más.

  4. Αύξηση της αγοραστικής δύναμης σημαίνει αύξηση των εισοδημάτων που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αγοράζουν περισσότερα.

  5. Grupo adquisitivo: Hace referencia a un conjunto de personas con similar capacidad de compra.

  6. Αγοραστική ομάδα αναφέρεται σε ένα σύνολο ατόμων με παρόμοια ικανότητα αγοράς.

  7. Cesta de bienes adquisitivos: Se refiere a un conjunto de productos representativos del consumo de los hogares.

  8. Καλάθι αποκτητικών αγαθών αναφέρεται σε ένα σύνολο προϊόντων που αντιπροσωπεύουν την κατανάλωση των νοικοκυριών.

Ετυμολογία

Η λέξη adquisitivo προέρχεται από το λατινικό acquisitĭvus, που σημαίνει "αυτό που αποκτάται", προερχόμενο από το ρήμα acquisĭre, που σημαίνει "αποκτώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Adquirente - Comprador

Αντώνυμα: - Desposesión (αποστέρηση) - Pérdida (απώλεια)

Η λέξη adquisitivo αποτυπώνει τη δυνάμει προσφορά και ζήτηση στην οικονομία, έχοντας σημαντική χρήση στη θαλάσσια πορεία των οικονομικών και νομικών συμφωνιών.



23-07-2024