Το "adscribir" είναι ρήμα.
/hads.kɾiˈβiɾ/
Το "adscribir" σημαίνει να αναγράφεις ή να εντάσσεις κάποιον ή κάτι σε μια ομάδα, σε μία κατηγορία ή σε μια διαδικασία. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η οικονομία, ο νόμος και η στρατιωτική οργάνωση. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
"El profesor decidió adscribir a los estudiantes a diferentes grupos de trabajo."
(Ο καθηγητής αποφάσισε να εντάξει τους μαθητές σε διαφορετικές ομάδες εργασίας.)
"Debemos adscribir todos los gastos a la misma cuenta para hacer un análisis más claro."
(Πρέπει να αναγράψουμε όλες τις δαπάνες στην ίδια λογαριασμό για να κάνουμε μια πιο καθαρή ανάλυση.)
"El abogado se encargó de adscribir los documentos necesarios para el juicio."
(Ο δικηγόρος ανέλαβε να αποδώσει τα απαραίτητα έγγραφα για τη δίκη.)
Το "adscribir" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο δεν έχει πλούσιο λεξιλόγιο στην καθομιλουμένη. Μερικές χρήσιμες φράσεις περιλαμβάνουν:
"Adscribir a alguien como responsable."
(Να εντάξεις κάποιον ως υπεύθυνο.)
"Adscribir un honor."
(Αποδίδω μια τιμή.)
"Adscribir tareas específicas a cada miembro del equipo."
(Αναθέτω συγκεκριμένα καθήκοντα σε κάθε μέλος της ομάδας.)
"El sistema permite adscribir categorías a los productos."
(Το σύστημα επιτρέπει την κατηγοριοποίηση των προϊόντων.)
Η λέξη "adscribir" προέρχεται από την λατινική λέξη "adscribere", που σημαίνει "να γράφω σε κάτι" ή "να εντάσσω".
Συνώνυμα: - Integrar (ενσωματώνω) - Anotar (καταγράφω) - Asignar (αναθέτω)
Αντώνυμα: - Describir (περιγράφω) - Excluir (αποκλείω) - Remover (αφαιρώ)