Η λέξη "adscrito" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "adscrito" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [adsˈkɾito].
Η μετάφραση της λέξης "adscrito" στα Ελληνικά είναι "καταχωρημένος", "συνδεδεμένος" ή "ανατεθειμένος", ανάλογα με το συμφραζόμενο.
Η λέξη "adscrito" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει ανατεθεί ή καταχωριστεί σε έναν συγκεκριμένο χώρο ή ρόλο. Είναι συνήθως πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ιδίως σε επίσημα και νομικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια.
El profesor está adscrito a la facultad de ciencias.
(Ο καθηγητής είναι καταχωρημένος στη σχολή των επιστημών.)
Los empleados adscritos a este proyecto recibirán bonificaciones.
(Οι υπάλληλοι που είναι συνδεδεμένοι με αυτό το έργο θα λάβουν μπόνους.)
Η λέξη "adscrito" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις. Ωστόσο, μπορεί να βρεθεί σε επίσημα συμφραζόμενα:
Estar adscrito a un programa:
(Να είσαι ανατεθειμένος σε ένα πρόγραμμα.)
Ser adscrito a una institución:
(Να είσαι συνδεδεμένος με μια ίδρυμα.)
Η λέξη "adscrito" προέρχεται από το λατινικό "adscribere", που σημαίνει "να γράφω στην αλλαξιά" ή "να αναθέτω".