Aduana είναι ουσιαστικό.
/fɾoʊˈɣɾɑ̃ð/
Η λέξη aduana αναφέρεται σε έναν δημόσιο φορέα που ασχολείται με την εισαγωγή και εξαγωγή αγαθών από μια χώρα. Η λειτουργία της περιλαμβάνει τον έλεγχο και τη συλλογή φόρων ή τελών σχετικά με τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της εγκληματολογίας και των νομικών διαδικασιών που σχετίζονται με το εμπόριο.
Η λέξη aduana χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και επίσημες επικοινωνίες, αλλά και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που αφορούν το εμπόριο και τη διεθνή πολιτική. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
La aduana revisó todos los documentos de importación.
(Το τελωνείο εξέτασε όλα τα έγγραφα εισαγωγής.)
Los productos deben pasar por la aduana antes de entrar al país.
(Τα προϊόντα πρέπει να περάσουν από το τελωνείο πριν εισέλθουν στη χώρα.)
El contrabando puede tener graves consecuencias con la aduana.
(Η διαμετακόμιση μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες με το τελωνείο.)
Η λέξη aduana χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Ejemplo: Antes de salir del país, tuve que pasar por la aduana.
(Πριν φύγω από τη χώρα, έπρεπε να περάσω από το τελωνείο.)
Declarar en la aduana
(Να δηλώσετε στο τελωνείο)
Ejemplo: Es obligatorio declarar en la aduana los bienes de valor.
(Είναι υποχρεωτικό να δηλώσετε στο τελωνείο τα πολύτιμα αγαθά.)
Aduana de salida
(Τελωνείο εξόδου)
Η λέξη aduana προέρχεται από την αραβική λέξη 'ضمانة (ḍamāna), που σημαίνει "εγγύηση", μέσω της ισπανικής γλώσσας από την περίοδο της ισπανικής αραβικής κατοχής.
Συνώνυμα: - Τελωνείο - Τελώνιο
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη aduana, καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη λειτουργία/οργανισμό. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί «ελευθερία εμπορίου» ως το αντίθετο σενάριο.