aduanar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Η λέξη "aduanar" είναι ρήμα στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή
adwanar
Χρήση στα Ισπανικά
Η λέξη "aduanar" χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση στην Ισπανία, ειδικά όταν αναφερόμαστε στις τελωνειακές διαδικασίες.
Παραδειγματικές προτάσεις
- Toda la mercancía debe ser aduanada antes de entrar en el país. (Όλη η εμπορευματική εμπορευματοκιβώτια πρέπει να τελωνείται πριν μπει στη χώρα.)
- El agente aduanero se encargará de aduanar la carga. (Ο τελωνειακός πράκτορας θα αναλάβει να τελωνεί το φορτίο.)
Ετυμολογία
Η λέξη "aduanar" προέρχεται από το λατινικό "adiūtio", που σημαίνει βοηθός ή υπηρέτης.
Συνώνυμα και Αντώνυμα
- Συνώνυμα: declarar en aduana, desaduanar
- Αντώνυμα: desaduanar