Αδύνατο: Επίθετο
[aðwaˈneɾo]
Η λέξη "aduanero" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τα τελωνεία ή τη διαδικασία των τελωνειακών ελέγχων και υποθέσεων. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και εμπορικά πλαίσια, κυρίως για να περιγράψει υπαλλήλους ή διαδικασίες που σχετίζονται με τις εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων. Συχνότητα χρήσης: αρκετά συχνά, κυρίως στο γραπτό κείμενο και σε επίσημα έγγραφα, αλλά επίσης και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά και επιχειρηματικά περιβάλλοντα.
Ο τελωνειακός υπάλληλος επιθεώρησε τα εμπορεύματα.
Necesitamos el documento aduanero para poder exportar.
Χρειαζόμαστε το τελωνειακό έγγραφο για να μπορέσουμε να εξάγουμε.
Los impuestos aduaneros son altos en este país.
Η λέξη "aduanero" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθούν. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Η τελωνειακή διαδικασία μπορεί να είναι μακρά και περίπλοκη.
Estamos pendientes de la revisión aduanera.
Περιμένουμε την τελωνειακή επιθεώρηση.
Los tiempos de espera en la aduana pueden variar.
Οι χρόνοι αναμονής στο τελωνείο μπορεί να διαφέρουν.
Revisaron nuestro equipaje en la aduana.
Εξέτασαν τις αποσκευές μας στο τελωνείο.
El despacho aduanero es crucial para las importaciones.
Η λέξη "aduanero" προέρχεται από το ισπανικό "aduana", το οποίο σημαίνει "τελωνείο". Η ρίζα του "aduana" μπορεί να ανιχνευθεί στα αραβικά "dawān", που αναφέρεται σε γραφειοκρατικές ή κυβερνητικές υπηρεσίες.
Συνώνυμα: - Telonero (τελωνειακός, σε πιο περιορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για την λέξη "aduanero", καθώς αναφέρεται σε μια ειδική θέση ή ρόλο. Ωστόσο, μπορούμε να σκεφτούμε όρους που αναφέρονται σε διαδικασίες ή κατάστασεις εκτός του τελωνείου, όπως "libre de impuestos" (απαλλαγμένο από φόρους).