Το "aducir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "aducir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /a.ðuˈθiɾ/
Το "aducir" σημαίνει να παρουσιάσεις ή να αναφέρεις κάτι ως επιχείρημα ή αποδεικτικό στοιχείο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή στα γραπτά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επίσημες ή μορφωμένες περιβάλλουσες.
El abogado aduce pruebas para respaldar su caso.
(Ο δικηγόρος παραθέτει αποδείξεις για να υποστηρίξει την υπόθεσή του.)
En su defensa, adujo razones válidas por las cuales no pudo asistir.
(Στην υπεράσπισή του, ανέφερε έγκυρους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να παρευρεθεί.)
Στα Ισπανικά, το "aducir" μπορεί να βρεθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
"El testigo adujo pruebas que demostraban la inocencia del acusado."
(Ο μάρτυρας παρέθεσε αποδείξεις που αποδείκνυαν την αθωότητα του κατηγορούμενου.)
Aducir razones
(Παραθέτω λόγους)
"Ella adujo razones convincentes para su decisión."
(Αυτή ανέφερε πειστικούς λόγους για την απόφασή της.)
Aducir argumentos
(Παραθέτω επιχειρήματα)
Η λέξη "aducir" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "adducere", που σημαίνει "να οδηγήσω προς" ή "να φέρω".
Συνώνυμα:
- Presentar (παρουσιάζω)
- Citar (παραθέτω)
- Mencionar (αναφέρω)
Αντώνυμα:
- Ocultar (κρύβω)
- Ignorar (αγνοώ)
- Desestimar (απορρίπτω)