afta: ουσιαστικό (feminine noun).
/ˈaft.a/
Η λέξη afta αναφέρεται σε μικρές πληγές που εμφανίζονται συνήθως στο εσωτερικό του στόματος, μπορεί να προκαλούν πόνο και δυσφορία. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική και την οδοντιατρική για να περιγράψει αυτά τα στοματικά έλκη. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως στην ιατρική γλώσσα, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στην καθημερινή επικοινωνία όταν συζητούνται θέματα υγείας.
Εκείνη έχει ένα αφθώνας στη γλώσσα που της πονάει πολύ.
Las aftas aparecen a menudo por el estrés o la falta de vitaminas.
Όταν έχω αφθώνας, δυσκολεύομαι να φάω.
Las aftas son un síntoma de problemas en el sistema inmunológico.
Οι αφθώνας είναι ένα σύμπτωμα προβλημάτων στο ανοσοποιητικό σύστημα.
He encontrado un remedio casero para las aftas.
Έχω βρει μια σπιτική θεραπεία για τις αφθώνας.
Él suele tener aftas cuando está muy estresado.
Συνήθως έχει αφθώνας όταν είναι πολύ στρεσαρισμένος.
Las aftas pueden ser muy molestas, pero generalmente no son peligrosas.
Η λέξη afta προέρχεται από το ελληνικό ἀφθά (aphthá), που σημαίνει "μια πληγή ή έλκος". Αν και η λέξη έχει αρχαία καταγωγή, χρησιμοποιείται ευρέως στην ιατρική κοινότητα σήμερα.