"Agachado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "agachado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /aɡaˈtʃaðo/
Η λέξη "agachado" σημαίνει ότι βρίσκεται σε θέση σκυμμένου ή καθισμένου. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μία στάση σώματος όπου το άτομο βρίσκεται χαμηλά, είτε φυσικά είτε μεταφορικά. Η χρήση της μπορεί να είναι συχνή σε προφορικό λόγο, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και γραπτά.
Él estaba agachado buscando algo en el suelo.
(Αυτός ήταν σκυμμένος ψάχνοντας κάτι στο έδαφος.)
Los niños estaban agachados jugando en el parque.
(Τα παιδιά ήταν σκυμμένα παίζοντας στο πάρκο.)
Cuando escuchó el ruido, se agachó rápidamente.
(Όταν άκουσε τον θόρυβο, σκύβει γρήγορα.)
Η λέξη "agachado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που νιώθει ψυχολογική πίεση ή άγχος.
No te agaches ante las dificultades.
(Μην σκύβεις μπροστά σε δυσκολίες.)
Σημαίνει να μην υποχωρείς όταν αντιμετωπίζεις προκλήσεις.
Agachado, pero no vencido.
(Σκυμμένος, αλλά όχι νικημένος.)
Η λέξη "agachado" προέρχεται από το ρήμα "agachar", το οποίο σημαίνει "να σκύβω". Ο συνδυασμός της κατάληξης "-ado" υποδηλώνει ότι κάτι έχει το χαρακτηριστικό του ρήματος.