agachado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

agachado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Agachado" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "agachado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /aɡaˈtʃaðo/

Επιλογές μετάφρασης για το Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "agachado" σημαίνει ότι βρίσκεται σε θέση σκυμμένου ή καθισμένου. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μία στάση σώματος όπου το άτομο βρίσκεται χαμηλά, είτε φυσικά είτε μεταφορικά. Η χρήση της μπορεί να είναι συχνή σε προφορικό λόγο, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και γραπτά.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Él estaba agachado buscando algo en el suelo.
    (Αυτός ήταν σκυμμένος ψάχνοντας κάτι στο έδαφος.)

  2. Los niños estaban agachados jugando en el parque.
    (Τα παιδιά ήταν σκυμμένα παίζοντας στο πάρκο.)

  3. Cuando escuchó el ruido, se agachó rápidamente.
    (Όταν άκουσε τον θόρυβο, σκύβει γρήγορα.)

Ιδωματικές εκφράσεις

Η λέξη "agachado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.

  1. Estar agachado bajo la presión.
    (Να είσαι σκυμμένος κάτω από την πίεση.)
  2. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που νιώθει ψυχολογική πίεση ή άγχος.

  3. No te agaches ante las dificultades.
    (Μην σκύβεις μπροστά σε δυσκολίες.)

  4. Σημαίνει να μην υποχωρείς όταν αντιμετωπίζεις προκλήσεις.

  5. Agachado, pero no vencido.
    (Σκυμμένος, αλλά όχι νικημένος.)

  6. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αντιμετωπίζει δυσκολίες, αλλά δεν παραδίδεται.

Ετυμολογία

Η λέξη "agachado" προέρχεται από το ρήμα "agachar", το οποίο σημαίνει "να σκύβω". Ο συνδυασμός της κατάληξης "-ado" υποδηλώνει ότι κάτι έχει το χαρακτηριστικό του ρήματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024