agacharse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

agacharse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

agacharse - ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[agaˈt͡ʃaɾse]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη agacharse σημαίνει να σκύβει κάποιος ή να λυγίζει το σώμα προς τα κάτω, συνήθως για να πιάσει κάτι που είναι χαμηλά ή για να αποφύγει κάτι. Χρησιμοποιείται σε καθομιλούμενες καταστάσεις και σε γραπτό λόγο, με αρκετή συχνότητα και συχνά σε καθημερινές συνομιλίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Me agaché para recoger el libro.
  2. Σκύβω για να σηκώσω το βιβλίο.

  3. Si te agachas, podrás ver la caja debajo de la mesa.

  4. Αν σκύψεις, θα μπορέσεις να δεις το κουτί κάτω από το τραπέζι.

  5. Los niños se agacharon cuando empezó a llover.

  6. Τα παιδιά σκύψανε όταν άρχισε να βρέχει.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη agacharse χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Agacharse ante la adversidad.
  2. Σκύβω μπροστά στην αντιξοότητα.

  3. Agacharse para no caer.

  4. Σκυβώ για να μην πέσω.

  5. No hay que agacharse cuando se tiene la razón.

  6. Δεν πρέπει να σκύβουμε όταν έχουμε δίκιο.

  7. Agacharse frente a las críticas.

  8. Σκύβω μπροστά στις κριτικές.

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα agachar, το οποίο είναι δάνειο από τη λατινική γλώσσα agacāre, που σημαίνει "να λυγίζει" ή "να σκύβει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - inclinarse (να γέρνει) - doblarse (να λυγίζει)

Αντώνυμα: - erguirse (να ευθυγραμμίζεται) - levantarse (να σηκωθεί)



22-07-2024