agacharse - ρήμα
[agaˈt͡ʃaɾse]
Η λέξη agacharse σημαίνει να σκύβει κάποιος ή να λυγίζει το σώμα προς τα κάτω, συνήθως για να πιάσει κάτι που είναι χαμηλά ή για να αποφύγει κάτι. Χρησιμοποιείται σε καθομιλούμενες καταστάσεις και σε γραπτό λόγο, με αρκετή συχνότητα και συχνά σε καθημερινές συνομιλίες.
Σκύβω για να σηκώσω το βιβλίο.
Si te agachas, podrás ver la caja debajo de la mesa.
Αν σκύψεις, θα μπορέσεις να δεις το κουτί κάτω από το τραπέζι.
Los niños se agacharon cuando empezó a llover.
Η λέξη agacharse χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Σκύβω μπροστά στην αντιξοότητα.
Agacharse para no caer.
Σκυβώ για να μην πέσω.
No hay que agacharse cuando se tiene la razón.
Δεν πρέπει να σκύβουμε όταν έχουμε δίκιο.
Agacharse frente a las críticas.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα agachar, το οποίο είναι δάνειο από τη λατινική γλώσσα agacāre, που σημαίνει "να λυγίζει" ή "να σκύβει".
Συνώνυμα: - inclinarse (να γέρνει) - doblarse (να λυγίζει)
Αντώνυμα: - erguirse (να ευθυγραμμίζεται) - levantarse (να σηκωθεί)