Το "agarradero" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [aɣaˈɾaðeɾo]
Η λέξη "agarradero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα αντικείμενο που προορίζεται να κρατήσει ή να συγκρατήσει κάτι, όπως ένα χερούλι ή μια λαβή. Συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ναυτικών και πολυτεχνικών εφαρμογών, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα. Ο όρος είναι περισσότερο συχνός στον προφορικό λόγο.
El barco tenía un buen agarradero para facilitar el embarque.
(Το πλοίο είχε μια καλή λαβή για να διευκολύνει την επιβίβαση.)
Necesito un agarradero más fuerte para abrir la puerta.
(Χρειάζομαι μια πιο δυνατή λαβή για να ανοίξω την πόρτα.)
Η λέξη "agarradero" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, συχνά για να δείξει καταστάσεις ή στήριξη.
Buscar un agarradero en tiempos difíciles.
(Να ψάξεις για μια στήριξη σε δύσκολες εποχές.)
No hay agarradero cuando la tormenta se acerca.
(Δεν υπάρχει στήριξη όταν πλησιάζει η καταιγίδα.)
Tomar las cosas desde un agarradero más positivo.
(Να αντιμετωπίζεις τα πράγματα από μια πιο θετική σκοπιά.)
Η λέξη "agarradero" προέρχεται από το ρήμα "agarrar", που σημαίνει "να κρατάς" ή "να πιάνεις", με το επίθημα "-ero", που υποδηλώνει συνήθως ένα εργαλείο ή υλικό που συνδέεται με την πράξη του ρήματος.
manija (χερούλι)
Αντώνυμα:
Αυτή η ανάλυση αποκαλύπτει την πολυδιάστατη χρήση της λέξης "agarradero" στην ισπανική γλώσσα, τόσο σε καθημερινά όσο και σε τεχνικά πλαίσια.