Το "agarrado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [aɡaˈraðo]
Η λέξη "agarrado" προέρχεται από το ρήμα "agarrar" που σημαίνει "να πιάσω" ή "να κρατώ". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία κάτι ή κάποιος είναι πιασμένος ή κρατημένος σφιχτά. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και έχει μια μέτρια συχνότητα χρήσης, είναι συνηθισμένο και στα δύο πλαίσια (προφορικό και γραπτό).
Οι παίκτες ήταν πιασμένοι ενώ πάλευαν για την μπάλα.
El niño estaba agarrado de la mano de su madre.
Η λέξη "agarrado" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Μετάφραση: Να είσαι κολλημένος σε κάτι.
Agarrado como una lapa.
Μετάφραση: Κολλημένος σαν μια κολλώδης πηγή.
No seas agarrado.
Μετάφραση: Μην είσαι τσιγκούνης.
Agarrado de las orejas.
Η λέξη "agarrado" προέρχεται από το ρήμα "agarrar", το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική γλώσσα, συγκεκριμένα από τη λέξη "adgrappar", που σημαίνει "να πιάσω".
Συνώνυμα: - Atrapado (πιασμένος) - Sujeto (κρατημένος) - Fijado (σταθερός)
Αντώνυμα: - Suelto (χαλαρός) - Liberado (ελεύθερος) - Desagarrado (δραπετεύει)