Η λέξη "agarre" είναι ουσιαστικό.
/ aˈɡarre /
Η λέξη "agarre" προέρχεται από το ρήμα "agarrar", το οποίο σημαίνει «να κρατάς» ή «να πιάνεις». Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του κρατήματος ή της πρόσφυσης. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε κυρίως προφορικές και γραπτές επικοινωνίες.
"El agarre del volante es esencial para conducir seguro."
"Η καταστροφή του τιμονιού είναι απαραίτητη για να οδηγήσεις με ασφάλεια."
"Necesitas un buen agarre con los pies para escalar."
"Χρειάζεσαι καλή σταθερότητα με τα πόδια για να σκαρφαλώσεις."
"El agarre en las manos puede afectar el rendimiento deportivo."
"Η προσαρμογή στα χέρια μπορεί να επηρεάσει την αθλητική απόδοση."
Αν και η λέξη "agarre" δεν έχει πλήθος ιδιωματικών εκφράσεων, συνδέεται με ορισμένες εκφράσεις που τονίζουν την ιδέα του κρατήματος ή της σταθερότητας:
"Tener un agarre firme."
"Έχω σταθερό κράτημα." (δηλώνει ότι κάποιος έχει αυτοπεποίθηση και σταθερότητα)
"Perder el agarre."
"Να χάσεις το κράτημα." (χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος χάνει τον έλεγχο της κατάστασης)
"Agarre la oportunidad."
"Πιάσε την ευκαιρία." (να εκμεταλλευτείς μια ευκαιρία)
"Un agarre que no se olvida."
"Ένα κράτημα που δεν ξεχνιέται." (ένα αξέχαστο γεγονός ή εμπειρία)
"No hay agarre sin dedicación."
"Δεν υπάρχει κράτημα χωρίς αφοσίωση." (κρεμασμένο για να υποδείξει ότι οι καλές επιδόσεις απαιτούν ειλικρινή προσπάθεια)
Η λέξη "agarre" προέρχεται από το ρήμα "agarrar", το οποίο έχει τις ρίζες του στα λατινικά, από το "ad" (προς) και "gripare" (να πιάνω, να καταλαμβάνω).
Συνώνυμα: - sujeción (σύγκλιση) - afianzamiento (σταθεροποίηση) - prensión (πίεση)
Αντώνυμα: - desprendimiento (απόσπαση) - libertad (ελευθερία) - sueltar (αφήνω)