Το "agarro" είναι ρήμα και είναι η πρώτη ενικό πρόσωπο του ενεστώτα του ρήματος "agarrar".
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [aɡaˈro]
Το "agarro" προέρχεται από το ρήμα "agarrar", που σημαίνει να πιάσεις ή να κρατήσεις κάτι στα χέρια σου. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και σε μη τυπικά περιβάλλοντα. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, καθώς σχετίζεται με πολλές καθημερινές ενέργειες.
(Εγώ πιάνω την τσάντα όταν βγαίνει από το κατάστημα.)
Si no agarro el autobús a tiempo, llegaré tarde.
Το "agarrar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
No entendía que quería, pero finalmente agarré la onda.
Agarrar el toro por los cuernos: (Πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα, δηλαδή να αναλάβω δράση)
Es hora de agarrar el toro por los cuernos y resolver el problema.
Agarrar al vuelo: (Πιάνω στον αέρα, δηλαδή μπαίνω σε μια κατάσταση γρήγορα ή χωρίς προετοιμασία)
Η λέξη "agarrar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adgrārrāre", που σημαίνει "να κρατάω σφιχτά".