Ρήμα
/ a.ɣa.ɾo.ˈtaɾ /
Η λέξη agarrotar σημαίνει συνήθως την πράξη του να σφίγγει κανείς ή να πνίγει κάτι ή κάποιον, είτε κυριολεκτικά (σφίγγοντας κάποιο αντικείμενο) είτε μεταφορικά (πνίγοντας τους ήχους ή τις σκέψεις). Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών περιγραφών.
Στη γλώσσα των ισπανικών, η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά ή τεχνικά περιβάλλοντα.
Ο μηχανικός έπρεπε να σφίξει τους κοχλίες για να μην χαλαρώσουν.
El estrés puede agarrotar la mente y dificultar la concentración.
Η λέξη agarrotar δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, είναι περισσότερο καθαρά λειτουργική. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σύνθετες φράσεις:
Να του/της πνίξει την καρδιά. (Σημαίνει ότι κάποιος αισθάνεται ισχυρές ή δυσάρεστες συναισθηματικές πιέσεις).
Agarrotar el cable.
Να σφίξει το καλώδιο. (Μπορεί να αναφέρεται σε συνθήκες ηλεκτρικού έργου ή καλωδιώσεων).
Agarrotar la voz.
Η λέξη agarrotar προέρχεται από την ρίζα "agarrar", που σημαίνει "να πιάσω" ή "να κρατήσω σφιχτά", με το επίθημα -ar που σχηματίζει ρήματα στην ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Aprisionar (να πιάσω) - Oprimir (να πιέσω) - Asfixiar (να πνίξω)
Αντώνυμα: - Soltar (να απελευθερώσω) - Aflojar (να χαλαρώσω) - Liberar (να ελευθερώσω)