agasajo
: ουσιαστικό (sustantivo)
/aɣaˈsaxo/
Η λέξη agasajo
χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει έναν εορτασμό ή μια τελετή που συνήθως συνοδεύεται από γιορτές και μεγάλες απολαύσεις. Στην καθημερινή γλώσσα, υποδηλώνει μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι μαζεύονται για να γιορτάσουν κάτι, συχνά με φαγητό και ποτό. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό κείμενο και έχει έναν πιο επίσημο ή παραδοσιακό τόνο.
Ο πανηγυρισμός για τα γενέθλια του Χουάν ήταν θεαματικός.
Durante el agasajo, todos los invitados disfrutaron de una cena exquisita.
Η λέξη agasajo
δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε παραδοσιακά συμφραζόμενα μπορεί να συνδεθεί με εορτασμούς και ευχάριστες περιστάσεις επιχειρηματικής ή κοινωνικής φύσεως.
Έκαναν έναν πανηγυρισμό προς τιμή των νέων υπαλλήλων.
Siempre hay un agasajo en la oficina cuando alguien cumple años.
Υπάρχει πάντα ένας πανηγυρισμός στο γραφείο όταν κάποιος έχει γενέθλια.
El agasajo de bodas fue un evento memorable.
Η λέξη agasajo
προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "agasajar", το οποίο σημαίνει να δίνεις τιμές ή να δείχνεις σεβασμό σε κάποιον με εορταστικές δραστηριότητες.
Συνώνυμα: - celebración - festejo - homenaje
Αντώνυμα: - luto - tristeza - desconsuelo
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης agasajo
στην ισπανική γλώσσα και την ουσιαστική της θέση στον πολιτισμό και τη γλώσσα.