Η λέξη "agazapar" είναι ένα κολακιστικό ρήμα που χρησιμοποιείται στη ζωή καθημερινής, κυρίως για να περιγράψει την πράξη του να ξεγελάς κάποιον, να τον βάζεις σε δόλωμα ή να τον φέρνεις σε κατάσταση πλανεμένη. Είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο παρά σε γραπτό πλαίσιο.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε επισημάνσεις ή παραδείγματα που αφορούν την απάτη ή την εξάσκηση επίβλεψης σε μια συζήτηση.
Ο πωλητής προσπάθησε να ξεγελάσει τους αγοραστές με ψεύτικες τιμές.
No dejes que te agazapen tan fácilmente.
Μην αφήσεις να σε ξεγελάσουν τόσο εύκολα.
Siempre hay alguien dispuesto a agazapar a los desprevenidos.
Η λέξη "agazapar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Ξεγέλα τα άτομα με μια ιστορία.
Cuidado, no dejes que te agazape el primero que veas.
Πρόσεχε, μην αφήσεις να σε ξεγελάσει ο πρώτος που θα δεις.
Es fácil agazapar a los inocentes.
Είναι εύκολο να ξεγελάσεις τους αθώους.
Alguien siempre intentará agazapar tu atención.
Κάποιος πάντα θα προσπαθήσει να ξεγελάσει την προσοχή σου.
No me dejas agazapar por tus palabras dulces.
Η λέξη "agazapar" προέρχεται από το παλιό ισπανικό ρήμα "gazapar", το οποίο έχει συνδεθεί με την έννοια του να βάζεις κάπου ή να αιχμαλωτίζεις κάτι.
Trucidar (παγιδεύω)
Αντώνυμα: