agente είναι ουσιαστικό (masculin) στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης agente είναι /aˈxente/.
Η λέξη agente αναφέρεται σε ένα άτομο που ενεργεί ή δρά ως εκπρόσωπος ή πράκτορας μιας άλλης οντότητας, όπως μιας κυβέρνησης, μιας εταιρείας ή ενός οργανισμού. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα πεδία, όπως οι επιχειρήσεις, οι υπηρεσίες ασφαλείας, και οι νομικές διαδικασίες. Στην Ισπανική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο.
El agente de viajes nos ayudó a organizar nuestras vacaciones.
Ο ταξιδιωτικός πράκτορας μας βοήθησε να οργανώσουμε τις διακοπές μας.
El agente de policía estaba presente durante el arresto.
Ο αστυνομικός πράκτορας ήταν παρών κατά τη διάρκεια της σύλληψης.
Η λέξη agente χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Agente encubierto
Πράκτορας υπό κάλυψη
El agente encubierto infiltró la organización criminal.
Ο πράκτορας υπό κάλυψη εισχώρησε στην εγκληματική οργάνωση.
Agente doble
Διπλός πράκτορας
El agente doble traicionó a su país.
Ο διπλός πράκτορας πρόδωσε τη χώρα του.
Agente de cambio
Πράκτορας αλλαγής
Es un agente de cambio en su comunidad.
Είναι ένας πράκτορας αλλαγής στην κοινότητά του.
Actuar como agente
Να ενεργήσει ως πράκτορας
Ella decidió actuar como agente en el negocio familiar.
Αυτή αποφάσισε να ενεργήσει ως πράκτορας στην οικογενειακή επιχείρηση.
Η λέξη agente προέρχεται από το λατινικό agens, agentis, που σημαίνει τον "δρώντα" ή "εκπρόσωπο".
Συνώνυμα: - representante (εκπρόσωπος) - mandatario (εντεταλμένος)
Αντώνυμα: - cliente (πελάτης) - receptor (παραλήπτης)