agente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

agente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

agente είναι ουσιαστικό (masculin) στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης agente είναι /aˈxente/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη agente αναφέρεται σε ένα άτομο που ενεργεί ή δρά ως εκπρόσωπος ή πράκτορας μιας άλλης οντότητας, όπως μιας κυβέρνησης, μιας εταιρείας ή ενός οργανισμού. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα πεδία, όπως οι επιχειρήσεις, οι υπηρεσίες ασφαλείας, και οι νομικές διαδικασίες. Στην Ισπανική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El agente de viajes nos ayudó a organizar nuestras vacaciones.
    Ο ταξιδιωτικός πράκτορας μας βοήθησε να οργανώσουμε τις διακοπές μας.

  2. El agente de policía estaba presente durante el arresto.
    Ο αστυνομικός πράκτορας ήταν παρών κατά τη διάρκεια της σύλληψης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη agente χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Agente encubierto
    Πράκτορας υπό κάλυψη
    El agente encubierto infiltró la organización criminal.
    Ο πράκτορας υπό κάλυψη εισχώρησε στην εγκληματική οργάνωση.

  2. Agente doble
    Διπλός πράκτορας
    El agente doble traicionó a su país.
    Ο διπλός πράκτορας πρόδωσε τη χώρα του.

  3. Agente de cambio
    Πράκτορας αλλαγής
    Es un agente de cambio en su comunidad.
    Είναι ένας πράκτορας αλλαγής στην κοινότητά του.

  4. Actuar como agente
    Να ενεργήσει ως πράκτορας
    Ella decidió actuar como agente en el negocio familiar.
    Αυτή αποφάσισε να ενεργήσει ως πράκτορας στην οικογενειακή επιχείρηση.

Ετυμολογία

Η λέξη agente προέρχεται από το λατινικό agens, agentis, που σημαίνει τον "δρώντα" ή "εκπρόσωπο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - representante (εκπρόσωπος) - mandatario (εντεταλμένος)

Αντώνυμα: - cliente (πελάτης) - receptor (παραλήπτης)



22-07-2024