Η λέξη "agilidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/axi.liˈðað/
Η λέξη "agilidad" αναφέρεται στη δυνατότητα κάποιου να κινείται γρήγορα και ευέλικτα, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη φυσική ικανότητα ή την ευελιξία ενός ατόμου σε αθλητικές δραστηριότητες, καθώς και την ικανότητα προσαρμογής και αντίδρασης σε διάφορες καταστάσεις. Η χρήση της είναι συχνότατη και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο.
Η ευχέρεια των γυμναστών είναι εντυπωσιακή.
Necesitamos agilidad mental para resolver este problema.
Χρειαζόμαστε πνευματική επιδεξιότητα για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
Su agilidad le permitió escapar de la trampa.
Η λέξη "agilidad" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Su agilidad de mente le ayuda a tomar decisiones rápidas.
Agilidad en el trabajo
Con agilidad en el trabajo, logró completar el proyecto antes del plazo.
Agilidad física
La agilidad física es fundamental en muchos deportes.
Mantener la agilidad en la vida diaria
Η λέξη "agilidad" προέρχεται από το λατινικό "agilitas", το οποίο προέρχεται από την λέξη "agilis", που σημαίνει "ευκίνητος" ή "γρήγορος".
Συνώνυμα - destreza (δεξιότητα) - rapidez (ταχύτητα) - versatilidad (ευελιξία)
Αντώνυμα - torpeza (αδεξιότητα) - lentitud (αργοπορία) - rigidez (ακαμψία)