Το "aglutinar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "aglutinar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /aɡlu.tiˈnaɾ/
Το "aglutinar" σημαίνει να ενώσετε ή να συσσωρεύσετε διάφορα στοιχεία ή ιδέες σε ένα σύνολο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες επιστημονικές και τεχνικές περιγραφές, καθώς και σε συζητήσεις που αφορούν τη γλώσσα, τη γραμματική και την κοινωνία.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Παραδείγματα προτάσεων:
- El profesor decidió aglutinar todos los temas de la clase en un solo examen.
(Ο καθηγητής αποφάσισε να συγκεντρώσει όλα τα θέματα της τάξης σε μία μόνο εξέταση.)
El software permite aglutinar varias funciones en una sola aplicación.
(Το λογισμικό επιτρέπει να ενσωματώνονται πολλές λειτουργίες σε μία μόνο εφαρμογή.)
Es importante aglutinar las ideas para obtener un resultado eficaz.
(Είναι σημαντικό να συγκεντρώσουμε τις ιδέες για να αποκτήσουμε ένα αποτελεσματικό αποτέλεσμα.)
Το "aglutinar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει τη διαδικασία σύνδεσης ή συγκέντρωσης διαφόρων στοιχείων.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων:
- Aglutinar fuerzas para un cambio social es fundamental.
(Η συγκέντρωση δυνάμεων για μια κοινωνική αλλαγή είναι θεμελιώδης.)
La capacidad de aglutinar personas alrededor de una causa es invaluable.
(Η ικανότητα να συγκεντρώνετε ανθρώπους γύρω από έναν σκοπό είναι ανεκτίμητη.)
Aglutinar experiencias diversas facilita la creatividad en el trabajo.
(Η συγκέντρωση ποικίλων εμπειριών διευκολύνει τη δημιουργικότητα στη δουλειά.)
Aglutinar opiniones diversas puede enriquecer el debate.
(Η συγκέντρωση ποικίλων απόψεων μπορεί να εμπλουτίσει τη συζήτηση.)
Η λέξη "aglutinar" προέρχεται από το λατινικό "agglutinare", που σημαίνει "να κολλήσετε μαζί" ή "να ενωθείτε". Το "a-" είναι πρόθεμα που υποδηλώνει κατεύθυνση, ενώ το "gluten" σημαίνει "κόλλα".
Συνώνυμα: - unir (ενώνω) - combinar (συνδυάζω) - integrar (ενσωματώνω)
Αντώνυμα: - separar (χωρίζω) - desunir (διασπάω) - dispersar (διασκορπίζω)